- διεξοδικός
- -ή, -ό (AM διεξοδικός, -ή, -όν) [διέξοδος]μσν.- νεοελλ.λεπτομερής, εκτενήςαρχ.1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόντο μέρος τού σώματος απ' όπου αποβάλλονται τα περιττώματα.
Dictionary of Greek. 2013.