διεξοδικός

διεξοδικός
-ή, -ό (AM διεξοδικός, -ή, -όν) [διέξοδος]
μσν.- νεοελλ.
λεπτομερής, εκτενής
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν
2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα
3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν
το μέρος τού σώματος απ' όπου αποβάλλονται τα περιττώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διεξοδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικός — ή, ό επίρρ. ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικοί — διεξοδικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”